αφάλι
Смотреть что такое "αφάλι" в других словарях:
αφάλι — το βλ. αφαλός … Dictionary of Greek
φάλι — το, Ν το αφάλι, ο αφαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφάλι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek
αφαλός — ο και αφάλι, το 1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός 2. ο ομφάλιος λώρος 3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας») 4. η καντηλήθρα 5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια … Dictionary of Greek
ομφαλός — ομφαλός, ο και αφαλός, ο 1. μικρό κοίλωμα στο μέσο της κοιλιάς απ όπου ξεκινά ο ομφάλιος λώρος του εμβρύου και απ όπου τρέφεται τούτο, αλλ. αφάλι. 2. φρ., «Μου λύθηκε ο αφαλός από το γέλιο», γέλασα πολύ. «Θα σου λύσω τον αφαλό στο ξύλο», θα σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)